Οι παρατηρητικοί θα έχουν ήδη διαπιστώσει ότι το PD-50 δεν είναι καθαρόαιμο player. Για την ακρίβεια, η αναζήτηση “σκέτου” SACD/CD player μπορεί να αποβεί μια σχετικώς στείρα διαδικασία. Από εδώ, το avmentor, το τελευταίο τέτοιο μηχάνημα ίσως να πέρασε πριν από δέκα και παραπάνω χρόνια. Πολύ απλά, η ανάγνωση ψηφιακών δίσκων φαίνεται να είναι μια διαδικασία την οποία οι κατασκευαστές την βλέπουν ως πρόσθετη δυνατότητα σε κάποια σύνθετη συσκευή, εδώ και πολύ, πολύ καιρό. Αυτό, φυσικά, δεν μας δυσαρεστεί. Το κόστος ενός πρόσθετου ψηφιακού interface που θα διευρύνει την χρήση ενός player είναι μικρό και είναι δεδομένο ότι ζούμε σε μια εποχή όπου το streaming δεδομένων ήχου είναι κάτι το σύνηθες.
Τέτοια πράγματα, κατά πάσα πιθανότητα, σκέφτηκαν και οι άνθρωποι της Pioneer όταν σχεδίαζαν το PD-50. Η παράδοση της εταιρίας στο συγκεκριμένο είδος είναι δεδομένη και η επιστροφή της εδώ και μερικά χρόνια στον καλό δικάναλο ήχο είχε δημιουργήσει τις ανάλογες προσδοκίες.
Το PD-50 είναι το μεσαίο μοντέλο των players που μπορείτε να βρείτε στον κατάλογο της εταιρίας. Υπάρχουν, ακόμη, το μικρότερο PD-30 και το μεγαλύτερο και πιο πλήρες σε θέματα συνδέσεων PD-70. Όπως μπορείτε να δείτε και από τις φωτογραφίες, είναι μια βαριά στη κατασκευή της συσκευή που θα τραβήξει αμέσως την προσοχή όσων έχουν CD και θέλουν μια καλή πηγή, αλλά προσφέρει και ενδιαφέρουσες δυνατότητες που, ενώ είναι δεδομένες σήμερα, ουδέποτε υπήρξαν συνήθεις την εποχή που αυτού του είδους οι συσκευές ανήκαν στο mainistream.
Ας δούμε τις λεπτομέρειες…
Το PD-50 ακολουθεί τις κλασικές γραμμές των συσκευών της εταιρίας, με το γωνιώδες σασί, την βαριά πρόσοψη και το λιτό user interface, με μονόχρωμη, αλφαριθμητική και ευανάγνωστη οθόνη και μικρούς διακόπτες. Η υποδοχή του δίσκου βρίσκεται στο μέσον και είναι συμβατική με συρτάρι, το οποίο όμως μετακινείται αθόρυβα και πολύ ομαλά, δημιουργώντας συνειρμούς με το πολύ ποιοτικό παρελθόν της εταιρίας στα θέματα αυτά.
Το PD-50 είναι μια προσεγμένη κατασκευή με βαρύ σασί. Ο μηχανισμός ανάγνωσης του δίσκου είναι τοποθετημένος στο κέντρο, ακριβώς επάνω από την απλή αλλά ευανάγνωστη οθόνη. Το φινίρισμα είναι πολύ καλό.
Υπάρχουν πλήκτρα για τους συνήθεις χειρισμούς του τρανσπόρτ, διακόπτης ενεργοποίησης του USB DAC καθώς και πλήκτρο για την είσοδο στο μενού της συσκευής.
Το player μπορεί να προσπελάσει, καταρχήν, SACD, SACD Hybrid και συμβατικά -Red Book- CD, καλύπτοντας την συντριπτική πλειοψηφία μιας φυσικής, ψηφιακής δισκοθήκης. Το μόνο που δεν υποστηρίζεται είναι η πολυκαναλική στρώση των SACD. Σημαντική είναι -κατά την άποψή μου- η δυνατότητα της συσκευής να διαβάσει αρχεία από δίσκους data, CD-R, CD-RW, DVD-R/RW και DVD+R/RW. Αυτό, δίνει στον χρήστη την δυνατότητα να ακούσει από το σύστημά του αρχεία υψηλής ανάλυσης από WAV μέχρι FLAC και DSD, με όριο τα 192kHz (PCM) και τα 5.6MHz (DSD), ενώ αρχεία με κωδικοποίηση MQA μπορούν να φτάσουν και μέχρι τα 384kHz. Η ανάγνωση των αρχείων που είναι αποθηκευμένα σε οπτικούς δίσκους είναι σημαντική επειδή μέσω της θύρας USB δεν είναι δυνατό το streaming πάνω από τα 48kHz, με την συσκευή να κάνει downsampling τα αρχεία με υψηλότερο sample rate. Γενικώς, η σύνδεση μέσω USB είναι πολύ βασική στην περίπτωση του PD-50, καθώς υποστηρίζεται μόνο περιβάλλον Windows 10 και Mac OS X, χωρίς drivers για τον υπολογιστή που συνδέεται μέσω της θύρας. Αυτό αφήνει εκτός παιχνιδιού ο,τιδήποτε άλλο (περιλαμβανόμενων των συστημάτων Linux και όλων των υπόλοιπων εκδόσεων Windows), μια, τουλάχιστον, συζητήσιμη επιλογή της Pioneer στο θέμα αυτό.
Οι δυνατότητες σύνδεσης της συσκευής περιλαμβάνουν συμβατικές ψηφιακές εξόδους (οπτική και ομοαξονική), θύρα USB-B για την σύνδεση με υπολογιστή καθώς και αναλογικές, single ended, εξόδους, με βύσματα RCA καλής ποιότητας.
Το εσωτερικό του player αποκαλύπτει μια ποιοτική κατασκευή. Το τρανσπόρτ βρίσκεται σε κλειστό, ελαστικά αναρτημένο περίβλημα. Αριστερά διακρίνονται οι δύο μετασχηματιστές τροφοδοσίας.
Το εσωτερικό της συσκευής κρύβει μια πειθαρχημένη και ποιοτική βιομηχανική κατασκευή στο γνωστό επίπεδο της Pioneer. Το τρανσπόρτ είναι ελαστικά αναρτημένο και έχει περίβλημα με την κλασική κυψελωτή διαμόρφωση της εταιρίας, ενώ υπάρχει θωράκιση για τα μέρη του κυκλώματος που διαχειρίζονται πολύ υψηλές συχνότητες. Το τροφοδοτικό χρησιμοποιεί διαφορετικούς κλάδους για τα αναλογικά και τα ψηφιακά μέρη, με διαφορετικούς μετασχηματιστές και κυκλώματα σταθεροποίησης και, όπου απαιτείται, χρησιμοποιούνται custom ηλεκτρολυτικοί πυκνωτές. Το ψηφιακό κομμάτι της συσκευής είναι χτισμένο γύρω από το ES9026Pro της ESS, το οποίο ακολουθείται από αναλογικό στάδιο υλοποιημένο με OPA2604 και 5532. Μεταξύ του μετατροπέα και του υπόλοιπου ψηφιακού μέρους υπάρχει γαλβανική απομόνωση, προφανώς για την μείωση του θορύβου που οδηγείται στον DAC.
Η γενική εικόνα είναι ότι έχουμε να κάνουμε με μια φροντισμένη, στα κρίσιμα σημεία, κατασκευή, χωρίς ακραίες επιλογές και λύσεις που θα αύξαναν το κόστος.
Το τροφοδοτικό της συσκευής είναι προσεγμένο και αυτό φαίνεται στις μετρήσεις
Το αναλογικό στάδιο βασίζεται σε τελεστικούς ενισχυτές (OPA2604 και 5532). Η χάλκινη λωρίδα θωράκισης μεταξύ των καναλιών δείχνει ότι η Pioneer έχει προσέξει τις λεπτομέρειες…
Το ψηφιακό μέρος της συσκευής έχει ως κέντρο το τσιπ της ESS (ES9026PRO). Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας φαίνονται οι γαλβανικοί απομονωτές.
Η εργαστηριακή αξιολόγηση του PD-50 έγινε αποκλειστικά μέσω του τρανσπόρτ, με την χρήση ειδικών δίσκων (CD, 16/44.1kHz).
Το φάσμα της εξόδου με σήμα 1kHz, στάθμης -6dBFS, είναι, καταρχήν, ενδεικτικό της ποιότητας κατασκευής της συσκευής. Λάμπει δια της απουσίας του το τροφοδοτικό, με την συνιστώσα των 50Hz να βρίσκεται κάτω από τα -110dBr, ενώ η αρμονική παραμόρφωση είναι πολύ χαμηλή, με την ισχυρότερη, τρίτη αρμονική να βρίσκεται κάτω από τα -100dBr. Η συσκευή μαζεύει πολύ λίγο υψίσυχνο θόρυβο ο οποίος είναι ορατός, μεν, πάνω από τα 20kHz αλλά σε πολύ χαμηλές στάθμες. Κάποια ίχνη ενδοδιαμόρφωσης στην βάση της θεμελιώδους, θα μπορούσαν, ίσως, να αποδοθούν σε θόρυβο ή jitter…
… αν και το φάσμα της διαμόρφωσης του σήματος από πολύ χαμηλές συχνότητες είναι εκνευριστικά καθαρό, με το μόνο εμφανές στοιχείο να είναι τα 50Hz αλλά σε στάθμες κάτω από τα -120dBr.
Φάσμα του σήματος εξόδου, για σήμα εισόδου 1kHz. Στάθμη -6dBFS, στάθμη αναφοράς 0dBFS: 2.3Vrms
Διαμόρφωση του σήματος από θόρυβο (Signal modulation noise). Σήμα αναφοράς: 9.998Hz, 44.1kHz
Με αυτές τις επιδόσεις δεν είναι περίεργο που η αναπαραγωγή σήματος πολύ χαμηλής στάθμης είναι ιδιαίτερα καθαρή. Φυσικά είναι εμφανής ένας υψίσυχνος θόρυβος αλλά το ημίτονο διατηρεί την μορφή του πολύ καλά, αν αναλογιστεί κανείς ότι μιλάμε για σήμα στάθμης -80dBFS, η οποία, υπολογίζοντας ως 0dBFS την στάθμη των 2.3Vrms που δίνει η εταιρία, είναι 0.23mVrms! Πρόκειται για μια πολύ καλή επίδοση, για οπτικό player.
Το διάγραμμα μονοτονικότητας αντανακλά αυτή την πολύ καλή συμπεριφορά και αυτό φαίνεται από τις καλά καθορισμένες στάθμες, τον πολύ χαμηλό θόρυβο στην μετάβαση από την κατιούσα στην ανιούσα ακολουθία (στο κέντρο του διαγράμματος) και την πολύ καθαρή κυματομορφή στην χαμηλότερη στάθμη. Όλα τα διαγράμματα μονοτονικότητας εμφανίζουν μια ριπή θορύβου, η οποία, μάλλον, οφείλεται στο συγκεκριμένο δείγμα και δεν μπορέσαμε να το εξηγήσουμε (σίγουρα δεν οφείλεται στην ίδια την μέτρηση).
Αναπαραγωγή σήματος πολύ χαμηλής στάθμης (-80dBFS, 16-bit/44.1kHz)
Διάγραμμα μονοτονικότητας (16-bit/44,1kHz)
Με την επιλογή του oversampling, η παραμόρφωση αυξάνεται ελαφρώς, στα μέτωπα του σήματος που καθορίζει κάθε στάθμη, χωρίς να αλλάζει η στάθμη και το προφίλ του θορύβου όταν το σήμα είναι μηδενικό. Υπάρχει μια εξήγηση για το εύρημα αυτό, σε επόμενο μέρος του κειμένου.
Όταν επιλεγεί ο ρυθμός Direct, ο οποίος απενεργοποιεί την οθόνη και την ψηφιακή έξοδο, έχουμε σαφή βελτίωση της κυματομορφής. Πιθανώς ο θόρυβος να οφείλεται στην λειτουργία αυτών των τμημάτων.
Διάγραμμα μονοτονικότητας (16-bit/44,1kHz, Oversampling mode)
Διάγραμμα μονοτονικότητας (16-bit/44,1kHz, Direct mode)
Η απόδοση της συσκευής στο πεδίο του χρόνου σε σχέση με το επιλεγμένο ψηφιακό φίλτρο είναι η αναμενόμενη. Με το Brickwall (ή Sharp, όπως το λέει η Pioneer), έχουμε εμφανές pre- και post-ringing…
… με την συμπεριφορά να αλλάζει ελαφρώς (κυρίως ως προς την κατακόρυφη συμμετρία) όταν ενεργοποιηθεί το oversampling.
Απόκριση στο πεδίο του χρόνου, Sharp.
Απόκριση στο πεδίο του χρόνου, Oversampling mode.
Το φίλτρο Short “μεταφέρει” την ενέργεια του pre-ringing στην απόσβεση του παλμού, ως μεγαλύτερης διάρκειας κωδωνισμό…
… ενώ αν κάποιος αναζητεί την καλύτερη δυνατή συμπεριφορά στο πεδίο του χρόνου, η επιλογή του φίλτρου Slow είναι μια λύση. Φυσικά, ένα τέτοιο φίλτρο έχει χειρότερες επιδόσεις σε θέματα αποκοπής ψηλά, στο πεδίο της συχνότητας. Γι’ αυτό, άλλωστε, αυτού του είδους οι επιλογές πρέπει να περιλαμβάνουν και το… αυτί.
Απόκριση στο πεδίο του χρόνου, Short.
Απόκριση στο πεδίο του χρόνου, Slow.
Τέλος, αρκετά ενδιαφέρον έχει η αναπαραγωγή τετραγωνικών παλμών, όπως αυτή φαίνεται στο πεδίο του χρόνου. Εδώ, χωρίς oversampling, το PD-50 είναι πολύ κοντά στην ιδανική μορφή, εμφανίζοντας πολύ καλή συμμετρία. Η ιδιοταλάντωση που είναι εμφανής δεν οφείλεται στο player. Είναι χαρακτηριστική του ίδιου του σήματος, το οποίο, όντας αποθηκευμένο σε CD είναι μια πεπερασμένη, sampled, εκδοχή του ιδανικού τετραγωνικού σήματος.
Με το oversampling ενεργοποιημένο, η συμμετρία δείχνει να διαταράσσεται ελαφρώς με ένα κάπως πιο έντονο overshoot, το οποίο φαίνεται και στο διάγραμμα μονοτονικότητας. Αυτό το εύρημα, αποτελεί μια καλή εξήγηση για το κάπως πιο ζωηρό διάγραμμα που πήραμε με το oversampling σε λειτουργία.
Αναπαραγωγή τετραγωνικού παλμού 5kHz. ( 16-bit/44,1kHz)
Αναπαραγωγή τετραγωνικού παλμού 5kHz. ( 16-bit/44,1kHz, Oversampling mode)
Το PD-50 αντικατέστησε το ζευγάρι P70/D70 της Teac Esoteric το οποίο χρησιμοποιείται ως CD player αναφοράς και ανέλαβε να οδηγήσει το υπόλοιπο σύστημα (Melos Plus Seris Line, Parasound HCA35000, ATC SCM-50PSL). Το σύνολο της αξιολόγησης έγινε μέσω του τρανσπόρτ, με χρήση CD και SACD.
Η εγκατάσταση του player δεν είχε κάποια δυσκολία. Το μόνο που πρέπει να κάνει ο χρήστης, εκτός από τις συνδέσεις, είναι να μπει στο μενού και να κάνει τις επιλογές του, με βάση τις προσωπικές του προτιμήσεις. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, χρησιμοποιήσαμε το φίλτρο Fast, χωρίς oversampling, με την συσκευή σε κανονικό ρυθμό λειτουργίας (όχι στο Direct mode). Αν και μικρή σε διαστάσεις η οθόνη είναι ευδιάκριτη από λογική απόσταση και η αίσθηση στη λειτουργία του τρανσπόρτ ιδιαίτερα ομαλή και ποιοτική.
Η πρώτη εντύπωση που έχεις, ακούγοντας το σύστημα με το PD-50 στον ρόλο της πηγής είναι ότι το συνολικό αποτέλεσμα είναι τονικώς ουδέτερο, ομοιογενές και ξεκούραστο. Ο χρήστης αποκομίζει την αίσθηση ότι έχει να κάνει με μια πηγή που έχει πολύ καλή έκταση χαμηλά, με καλό έλεγχο και πολύ καλές δυνατότητες απόδοσης των υψηλών συχνοτήτων και του αέρα και επίσης πολύ καλή, ανάγλυφη στερεοφωνική εικόνα, η οποία γίνεται πιο αυστηρή και σαφής ως προς τα όριά της, όταν ενεργοποιηθεί το oversampling. Το player αποδείχθηκε πολύ διαφανές, ώστε να περνά άνετα στον χώρο τις διαφορές μεταξύ CD και SACD, όχι μόνο αυτές που σχετίζονται με την ποιότητα της ίδιας της παραγωγής αλλά και τις πυρηνικές, αυτές δηλαδή που χαρακτηρίζουν την ίδια την τεχνολογία SACD/DSD. Όλοι οι δίσκοι Super Audio που ακούσαμε (και δεν ήταν λίγοι) ήταν πολύ πιο ήρεμοι στην περιοχή των υψηλών συχνοτήτων, είχαν μεγαλύτερο βάθος και εντονότερη, πιο φυσική παρουσία στον χώρο. Γράφοντας αυτές τις γραμμές στην εποχή των αρχείων, εύκολα αναρωτιέσαι για το πόσο χαμένη ευκαιρία ήταν το SACD και το κατά πόσο η ευκαιρία αυτή χάθηκε λόγω εταιρικών και επιχειρηματικών πολιτικών και όχι στο στίβο της τεχνολογίας. Σε κάθε περίπτωση, όσοι έχετε SACD θα τα ευχαριστηθείτε με το PD-50…
Στις λεπτομέρειες, το player της Pioneer φάνηκε να αποδίδει θαυμάσια τις πολύ χαμηλές συχνότητες με σωστό όγκο και έλεγχο, να γεμίζει τον χώρο άνετα και να έχει επιβλητική παρουσία, υπολειπόμενο -λίγο αλλά ακουστά- από την (διαφορετικού επιπέδου) πηγή αναφοράς. Η πολύ καλή συμπεριφορά στο κατώτερο άκρο του φάσματος, έδεσε άψογα με το χαμηλό και το ανώτερο χαμηλό, δημιουργώντας μια σοβαρή αίσθηση ομοιογένειας, με τα ρυθμικά μέρη να αποδίδονται με την σωστή ταχύτητα και γέμισμα και να ρολλάρουν ευχάριστα, χωρίς να υπερβάλλουν.
Η μεσαία περιοχή ακούστηκε λίγο πίσω, με το σύστημα να είναι φυσικό, διαφανές και ευχάριστο, χωρίς να γίνεται αδρό και να κρύβει λεπτομέρειες ή να προσπαθεί με κάποιο τρόπο να εισάγει κάποια “άποψη” στο συνολικό άκουσμα. Το PD-50 είναι, στον τομέα αυτό, μια ακριβής ψηφιακή πηγή με όλα τα αναμενόμενα πλεονεκτήματα.
Ψηλά, πήρα πολύ καλή αίσθηση έκτασης, ισορροπία που αποκλίνει ελάχιστα προς το ήπιο, με καλά χρονικά χαρακτηριστικά, απόδοση ατάκας και σώματος. Σε σχέση με την αναφορά, οι αποσβέσεις ήταν ελαφρώς ταχύτερες κάτι που δίνει μια πιο αιχμηρή συμπεριφορά, η οποία, πάντως δεν θα κουράσει. Σε αυτό θα συμβάλει και η πολύ καλή απόδοση του αρμονικού πλούτου. Το αποτέλεσμα είναι όσο θερμό και πλούσιο πρέπει, χωρίς υπερβολές και τάσεις καλλωπισμού των πραγμάτων.
Η στερεοφωνική εικόνα είναι, τέλος, από τα δυνατά σημεία της συσκευής. Δημιουργεί μια αίσθηση πειθαρχίας, με πολύ καλές δυνατότητες εστιασμού των μεμονωμένων πηγών στο χώρο και αντίστοιχες δυνατότητες περιγραφής της θέσης και της κίνησης των μεγάλων ομάδων, με καλή περιγραφή του βάθους και του αέρα.
Όλα τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικά της ηχητικής ταυτότητας όπως απομονώθηκαν κατά την αναπαραγωγή συμβατικών CD. Η απόδοση με SACD είναι αναλογικά καλύτερη, έχω την εντύπωση, επειδή σχεδόν στο σύνολό τους οι εκδόσεις Super Audio είναι πολύ πιο προσεγμένες. Σε κάθε περίπτωση, το PD-50 μπορεί να τις ακολουθήσει, αποδίδοντας πολύ καλύτερα στην περιοχή των πολύ χαμηλών/χαμηλών συχνοτήτων και προσφέροντας πολύ καλύτερη αίσθηση αέρα στην περιοχή των υψηλών (μιλάμε για συγκρίσεις μεταξύ των layers του ίδιου δίσκου), ενώ, συχνά, οι λεπτομέρειες της μείξης, χωρίς να είναι περισσότερες, εμφανίστηκαν καλύτερα σχηματισμένες και πιο σαφείς.
Τελικώς…
… δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το PD-50 είναι μια πολύ καλή ψηφιακή πηγή, ικανή να αξιοποιήσει τα πιο διαδεδομένα ψηφιακά, φυσικά μέσα, τους δίσκους κόμπακτ και τους δίσκους Super Audio. Η Pioneer προσφέρει μια προσεγμένη στα κρίσιμα σημεία συσκευή, με πολύ χαμηλούς θορύβους και αρκετές δυνατότητες, απολύτως ικανή να αντικαταστήσει ένα καλό player του παρελθόντος που πλησιάζει στο τέλος της ζωής του, ή να αποτελέσει την πρώτη ψηφιακή πηγή ενός συλλέκτη με σημαντικό αριθμό δίσκων, ο οποίος θέλει να αξιοποιήσει την συλλογή του. Το γεγονός ότι (κατά την άποψη του γράφοντος) το κομμάτι του USB DAC δεν στέκεται στο ύψος της υπόλοιπης σχεδίασης δεν στερεί το PD-50 από την διάκριση στην κατηγορία τιμής. Αν έχετε τους δίσκους, προτείνεται χωρίς επιφυλάξεις.
Πηγή άρθρου και φωτογραφιών: avmentor.gr